Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυστηρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 austerità ~f~; severità ~f~; rigidità ~f~; rigorosità ~f~ η αυστηρότητα ενός δικαστή==la severità di un giudice
2 austerità ~f~; sobrietà ~f~; serietà ~f~ αυστηρότητα ύφους==sobrietà di stile
3 precisio`ne ~f~; esatte`zza ~f~
4 austerità ~f~; serietà ~f~; probità ~f~; onestà ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυστηρότερος Αυστραλέζα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---