Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαύρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 bre`zza ~f~; a`ura ~f~ θαλάσσια αύρα==brezza di mare | απόγεια αύρα==brezza di terra 2 occultismo a`ura ~f~ 3 autobli`ndo ~m~ (della Polizia) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |