Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αρπαζόμενος
επίθετο
participio passato del verbo
[αρπάζω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αρπάζομαι
αρπάζω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρπαγή
[θηλ.ουσ]
άρπαγμα
[ουσ ουδ.]
αρπαγμένος
[επίθ.]
άρπαγος
[ουσ αρσ ]
αρπάζομαι
ipf αρπαζό...
αρπαζόμενος
[επίθ.]
αρπάζω
{άρπα-ξα, ...
αρπάζω
{άρπα-ξα, ...
αρπακόλλας
[ουσ αρσ ]
αρπακολλατζής
[ουσ αρσ ]
αρπακτικά
[επίρ.]
Αρπακτικά
[ουσ ουδ πληθ.]
αρπακτικός
[επίθ.]
αρπακτικότατος
[επίθ.]
αρπακτικότερος
[επίθ.]
αρπακτικότητα
[θηλ.ουσ]
αρπακτικώτατος
[επίθ.]
αρπακτικώτερος
[επίθ.]
άρπαξ
[επίθ.]
άρπαξ
[ουσ αρσ και θηλ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis