Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρπάγη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ancoretta
2 appiccagnolo
3 arpagone
4 arpione
5 barriera
6 branca
7 corvo
8 gancio
9 graffio
10 grappino
11 raffio
12 rampino

αρπαγή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rapi`na ~f~; ruberi`a ~f~; il preda`re; predazio`ne ~f~ φυλές που ζούσαν με αρπαγές==tribù che vivevano di rapine
2 ((per estensione)) usurpazio`ne ~f~ η αρπαγή της εξουσίας==l'usurpazione del potere
3 rapime`nto ~m~; ratto ~m~ η αρπαγή των Σαβίνων==il ratto delle Sabine | η αρπαγή της ωραίας Ελένης==il ratto di Elena di Troia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρπαγας άρπαγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---