Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρπακτικός
επίθετο 1 predato`re 2 predato`rio 3 rapa`ce αρπακτικότατος επίθετο superlativo di [αρπακτικός] αρπακτικότερος επίθετο comparativo di [αρπακτικός] αρπακτικώτατος επίθετο superlativo di [αρπακτικός] αρπακτικώτερος επίθετο comparativo di [αρπακτικός] αρπαχτικός επίθετο variante di [αρπακτικός] αρπαχτικότατος επίθετο superlativo di [αρπακτικός] αρπαχτικότερος επίθετο comparativo di [αρπακτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |