Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρπακτικός  
επίθετο

1 predato`re
2 predato`rio
3 rapa`ce

αρπακτικότατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπακτικότερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

αρπακτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπακτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

αρπαχτικός
επίθετο

variante di [αρπακτικός]

αρπαχτικότατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπαχτικότερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αρπακτικά αρπακτικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω


αρπάζω {άρπα-ξα, ...
αρπακόλλας [ουσ αρσ ]
αρπακολλατζής [ουσ αρσ ]
αρπακτικά [επίρ.]
Αρπακτικά [ουσ ουδ πληθ.]
αρπακτικός [επίθ.]
αρπακτικότατος [επίθ.]
αρπακτικότερος [επίθ.]
αρπακτικότητα [θηλ.ουσ]
αρπακτικώτατος [επίθ.]
αρπακτικώτερος[επίθ.]
άρπαξ[επίθ.]
άρπαξ[ουσ αρσ και θηλ.]
αρπάχνομαιipf αρπαζό...
αρπάχνω3sg αρπά) ...
αρπαχτά[επίρ.]
αρπαχτικά[επίρ.]
αρπαχτικός[επίθ.]
αρπαχτικότατος[επίθ.]
αρπαχτικότερος[επίθ.]

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---