Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρπάζομαι
ρήμα παθητικό

1 afferra`rsi; aggrappa`rsi αρπάχτηκε από τη βάρκα==si aggrappò alla barca
2 azzuffa`rsi; veni`re alle mani αρπάχτηκαν άγρια==si azzuffarono selvaggiamente
3 monta`re in co`llera; stizzi`rsi; adira`rsi; arrabbia`rsi μην αρπάζεσαι τόσο εύκολα!==non ti stizzire così facilmente!
4 approfitta`rsi; appiglia`rsi αρπάχτηκε από τα λόγια μου για να μού ζητήσει δανεικά==si approfittò dalle mie parole per chiedermi un prestito

αρπάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 afferra`re; agguanta`re ((anche in senso figurato)) με άρπαξε από το χέρι==mi ha afferrato per il braccio | την άρπαξε από τα μαλλιά==l'afferrò per i capelli | αρπάζω την ευκαιρία==afferrare l'occasione favorevole
2 κλέβω ruba`re; appropria`rsi μού άρπαξε την ιδέα==mi ha rubato l'idea
3 scippa`re; sottra`rre; strappa`re con forza της άρπαξε την τσάντα και το 'σκασε==le scippò la borsetta e fuggì
4 παθαίνω busca`rsi; prende`rsi; becca`rsi άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα==mi sono buscato un bel raffreddore+++τις αρπάζω==buscarle, prenderle | αρπάζω φωτιά==prendere fuoco | με άρπαξε ο ήλιος==il sole mi ha scottato

αρπάζω
ρήμα αμετάβατο

1 bruciacchia`rsi το ψητό άρπαξε==l' arrosto si è bruciacchiato
2 pre`ndere fuoco τα ξερά ξύλα αρπάζουν εύκολα==la legna secca prende fuoco facilmente

αρπάχνομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αρπάζομαι]

αρπάχνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αρπάζω]

αρπώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρπάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρπαγος αρπαζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---