Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρπαγας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 brigante
2 corsaro
3 depredatore
4 ladro
5 piglia
6 predone
7 rapinatore
8 saccheggiatore
9 spogliatore
10 usurpatore

άρπαγος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [άρπαγας]

άρπαξ
επίθετο

forma arcaica di [άρπαγας]

άρπαξ
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

forma arcaica di [άρπαγας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρπα αρπάγη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---