Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρπακτικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

rapacità ~f~

αρπαχτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρπακτικότητα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρπακτικότερος αρπακτικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---