Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιμανδρίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

ecclesiastico ti`tolo dei preti ortodo`ssi ce`libi o ve`dovi archimandri`ta ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιμάγειρος αρχιμάστορης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---