Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχινημένος
επίθετο 1 variante di [αρχινισμένος] 2 participio passato del verbo [αρχινάω] αρχινισμένος επίθετο participio passato del verbo [αρχινίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |