Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχίζω  
ρήμα μεταβατικό

incomincia`re; comincia`re; inizia`re άρχισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο==incominciò il suo discorso con una barzelletta | θ' αρχίσω μια καινούρια ζωή==comincerò una nuova vita | αρχίζω να χάνω την υπομονή μου==comincio a perdere la pazienza | τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω!==ora comincio a capire! | αρχίζω να διηγούμαι ένα παραμύθι==cominciare a raccontare una favola | οι πολιορκούμενοι άρχισαν τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση==gli assediati iniziarono le trattative di resa | δεν ξέρω από πού ν' αρχίσω==non so proprio da dove cominciare

αρχίζω
ρήμα αμετάβατο

incomincia`re; comincia`re; inizia`re άρχισε καλά η μέρα==la giornata cominciò bene | άρχισε το φθινόπωρο==l'autunno è cominciato | άρχισε να βρέχει==cominciò a piovere | αρχίσανε τα όργανα!==comincia la musica!; ora comincia il bello!

αρχινίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante popolare di [αρχίζω]

αρχινώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante popolare di [αρχίζω]

αρχινώάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αρχινώ]

άρχισε!
επιφώνημα

comincia tu!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιεροσύνη αρχιθαλαμηπόλος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αρχίζω τη συζήτηση = attaccare un discorso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---