Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχιμάγειρας
ουσιαστικό αρσενικό capocuo`co ~m~ αρχιμαγείρισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^] 2 capocuo`ca ~f~ αρχιμάγειρος ουσιαστικό αρσενικό variante di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |