Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιλογιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

ragionie`re ~m~ capo

αρχιλογίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχιλογιστής ^-ή, ο^]
2 ragionie`ra ~f~ capo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιληστής αρχιλοχίας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---