Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιτεκτονική  
ουσιαστικό θηλυκό

1 la scie`nza architettu`ra ~f~
2 struttu`ra di una costruzio`ne architettu`ra ~f~

αρχιτεχτονική
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρχιτεκτονική]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιτέκτονας αρχιτεκτονικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---