Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αρχιτεμπέλα
ουσιαστικό θηλυκό
1
femminile di
[αρχιτεμπέλης ^-η, ο^]
2
pelandro`na ~f~; pigro`na ~f~; scansafati`che ~f~
αρχιτεμπέλης
ουσιαστικό αρσενικό
pelandro`ne ~m~; pigro`ne ~m~; scansafati`che ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αρχιτέκτων
αρχιτεχνήτρια >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρχιτέκτονας
{αρχιτεκτό...
αρχιτεκτονική
[θηλ.ουσ]
αρχιτεκτονικός
[επίθ.]
αρχιτεκτόνισσα
{αρχιτεκτο...
αρχιτέκτων
{αρχιτέκτο...
αρχιτεμπέλα
{χωρ. γεν....
αρχιτεμπέλης
{αρχιτεμπέ...
αρχιτεχνήτρια
[θηλ.ουσ]
αρχιτεχνίτης
{αρχιτεχνί...
αρχιτεχνίτισσα
[θηλ.ουσ]
αρχιτέχτονας
[ουσ αρσ και θηλ.]
αρχιτεχτονική
[θηλ.ουσ]
αρχιτραγουδιστές
[ουσ αρσ πληθ.]
αρχιχρονιά
{χωρ. πληθ...
αρχιχρονιάτικα
[επίρ.]
αρχιχρονιάτικος
[επίθ.]
αρχιψεύτρα
{χωρ. γεν....
αρχολιπαρία
[θηλ.ουσ]
αρχολίπαρος
[ουσ αρσ ]
άρχομαι
(μόνο στο ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis