Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιτεμπέλα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχιτεμπέλης ^-η, ο^]
2 pelandro`na ~f~; pigro`na ~f~; scansafati`che ~f~

αρχιτεμπέλης  
ουσιαστικό αρσενικό

pelandro`ne ~m~; pigro`ne ~m~; scansafati`che ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιτέκτων αρχιτεχνήτρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---