Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχιτεχνίτης
ουσιαστικό αρσενικό capoma`stro ~m~ αρχιτεχνίτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρχιτεχνίτης ^-η, ο^] 2 capoma`stro ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |