Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρχομαι
ρήμα παθητικό

comincia`re; inizia`re; ave`re ini`zio άρχεται η συνεδρίασις==la seduta è aperta

άρχω  
ρήμα αμετάβατο

governa`re; comanda`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχολίπαρος αρχομανής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---