Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχοντοπούλα
ουσιαστικό θηλυκό

fi`glia ~f~ di fami`glia no`bile

αρχοντόπουλο
ουσιαστικό ουδέτερο

rampo`llo ~m~ di fami`glia no`bile

αρχοντόπουλος  
ουσιαστικό αρσενικό

rampo`llo ~m~ di fami`glia no`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχοντομαθημένος αρχοντόσπιτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---