Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχοντοχωριάτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 contadi`no ~m~ ricco 2 villa`no ~m~ rifa`tto; nuo`vo arricchi`to ~m~; parvenu ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |