Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάρωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 profu`mo ~m~; fragra`nza ~f~; aro`ma ~m~ το άρωμα των τριαντάφυλλων==il profumo delle rose | ένα μεθυστικό άρωμα==un profumo inebriante 2 profu`mo ~m~ ένα μπουκαλάκι άρωμα==una boccetta di profumo αρώματα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός profumeri`a ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |