Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρωματοπώλης
ουσιαστικό αρσενικό profumie`re ~m~; vendito`re ~m~ di profu`mi αρωματοπώλις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρωματοπώλισσα ^-ας, η^] αρωματοπώλισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρωματοπώλης ^-η, ο^] 2 profumie`ra ~m~; venditri`ce ~m~ di profu`mi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |