Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασάφεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 manca`nza ~f~ di chiare`zza; astrusità ~f~; ermeti`smo ~m~
2 indeterminate`zza ~f~
3 vaghe`zza ~f~
4 oscurità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άσαστος ασαφέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---