Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασαφέστατος
επίθετο

superlativo di [ασαφής]

ασαφέστερος
επίθετο

comparativo di [ασαφής]

ασαφής  
επίθετο

non chia`ro; va`go; indetermina`to; oscu`ro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασάφεια ασαφώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---