Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασαράντιγος
επίθετο variante di [ασαράντιστος] ασαράντιστος επίθετο 1 neonato nato da meno di quara`nta gio`rni 2 puerpera che ha partori`to da meno di quara`nta gio`rni 3 defunto morto da meno di quara`nta gio`rni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |