Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιπέλαγος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 arcipe`lago ~m~
2 ((per antonomasia)) le i`sole ~fp~ dell'Ege`o

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχινώάω άρχισε!  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---