Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραθυμιά, (raro)) αραθυμία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 permalosità ~f~
2 deside`rio ~m~ arde`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αράζω αράθυμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---