Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραιός  
επίθετο

1 rado; poco fitto αραιά μαλλιά==capelli radi
2 raro; saltua`rio κάνει πλέον κάποιες αραιές εμφανίσεις στη σκηνή ==la sua presenza sulle scene è ormai rara; appare ormai raramente sulle scene | αραιές επισκέψεις==visite saltuarie
3 raro; scarso αραιοί επισκέπτες==scarsi visitatori
4 poco denso; li`quido οι φακές έγιναν πολύ αραιές==la zuppa di lenticchie è venuta un po' troppo liquida
5 tessitura tessuto rado αραιό ύφασμα==panno rado | αραιή ύφανση==trama rada
6 rarefa`tto αραιή ατμόσφαιρα==atmosfera rarefatta | αραιά γράμματα==grafia larga

αραιότατος
επίθετο

superlativo di [αραιός]

αραιότερος
επίθετο

comparativo di [αραιός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αραιόμετρο αραιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---