Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραιώνομαι
ρήμα παθητικό

1 dirada`rsi
2 rarefa`rsi
3 schiari`rsi
4 sfolti`rsi

αραιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 dirada`re; distanzia`re; spazia`re; rarefa`re; allarga`re αραιώνω τις επισκέψεις μου==diradare le visite | αραιώνω τα καθίσματα==spaziare / distanziare le sedie | ο άνεμος αραίωσε την ομίχλη==il vento ha rarefatto la nebbia
2 dilui`re; allunga`re αραιώνω μια μπογιά==diluire una vernice | αραιώνω το ζωμό==allungare il brodo | αραιώνω τη σάλτσα==allungare il sugo | αραιώνω το κρασί==allungare il vino

αραιώνω
ρήμα αμετάβατο

dirada`rsi; distanzia`rsi; rarefa`rsi; allarga`rsi αραιώνουν τα μαλλιά μου==i miei capelli si stanno diradando

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αραιωμένος αραίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---