Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαράπης
ουσιαστικό αρσενικό 1 negro ~m~; moro ~m~ 2 a`rabo ~m~ ([specialmente egiziano]) 3 ((per estensione)) moro ~m~; persona ~f~ di carnagio`ne scura o nera 4 ((figurato)) l'uo`mo ~m~ nero; il baba`u ~m~ αραπίνα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αράπης ^-η, ο^] 2 negra ~f~; more`tta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |