Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαραχλιασμένος
επίθετο variante di [αραχνιασμένος] αραχνιασμένος επίθετο 1 participio passato del verbo [αραχνιάζω] 2 pie`no di ragnatele permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |