Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αράχνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 zoologia ragno ~m~ τα δίχτυα / ο ιστός της αράχνης==tela di ragno, ragnatela
2 ιστός ragnate`la ~f~ το ταβάνι είναι γεμάτο αράχνες==il soffitto è pieno di ragnatele

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άραχλος αραχνιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---