Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑρβανίτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 albane`se ^mf^; abita`nte ~m~ dell'Albani`a 2 ((per estensione)) greco ~m~ di ori`gine albane`se 3 ((figurato)) perso`na ~f~ rozza e testa`rda Αρβανίτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αρβανίτης ^-η, ο^] 2 albane`se ~f~; abita`nte ~f~ dell'Albani`a 3 ((per estensione)) greca ~f~ di ori`gine albane`se 4 ((figurato)) perso`na ~f~ rozza e testa`rda permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |