Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργαστήρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

laborato`rio ~m~

αργαστήριν
ουσιαστικό ουδέτερο

forma arcaica di [αργαστήρι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργασμένος αργατιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---