Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 καθισιό o`zio ~m~; ripo`so ~m~ αργία μήτηρ πάσης κακίας==l'ozio è il padre di tutti i vizi
2 [εορτή] gio`rno ~f~ festi`vo; vacanza ~f~ σήμερα έχουν αργία τα σχολεία==oggi le scuole fanno festa | έχουμε τριήμερη αργία==abbiamo tre giorni di festa
3 sospensio`ne ~f~ του επέβαλαν ένα μήνα αργία==gli hanno dato un mese di sospensione
4 ecclesiastico sospensio`ne ~f~ [a divi`nis]

αργίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

fe`rie ~fp~; gio`rni ~mp~ festi`vi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άργητα αργιλάσβεστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---