Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αργιλλοθερμία
ουσιαστικό θηλυκό
variante di
[αργιλοθερμία]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αργιλλίτης
αργιλλοθερμικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αργιλάσβεστος
[ουσ αρσ ]
αργιλικός
[επίθ.]
αργίλιο
[ουσ ουδ.]
αργιλλικός
[επίθ.]
αργιλλίτης
[ουσ αρσ ]
αργιλλοθερμία
[θηλ.ουσ]
αργιλλοθερμικός
[επίθ.]
άργιλλος
[ουσ αρσ και θηλ.]
αργιλλούχος
[επίθ.]
αργιλλώδης
[επίθ.]
αργιλοπλαστική
[θηλ.ουσ]
άργιλος
{αργίλ-ου ...
αργιλούχος
[επίθ.]
αργιλόχωμα
{αργιλοχώμ...
αργιλώδης
[επίθ.]
άργιος
[ουσ αρσ ]
Αργίτης
[ουσ αρσ ]
Αργίτισσα
[θηλ.ουσ]
αργκό
[θηλ.ουσ]
αργοβουλιάω
aor αργοβο...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis