Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άργιλλος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [άργιλος]

άργιλος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

argi`lla ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργιλλοθερμικός αργιλλούχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---