αραποσίτι
ουσιαστικό ουδέτερο
botanica mais ~m~; granotu`rco ~m~
αραβοσίτι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]
αραβόσιτος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]
ουσιαστικό ουδέτερο
botanica mais ~m~; granotu`rco ~m~
αραβοσίτι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]
αραβόσιτος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]
permalink
αραποσίτι {αραποσιτ-...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android