Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραβοσίτι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]

αραβόσιτος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αραποσίτι ^-ιού, το^]

αραποσίτι  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica mais ~m~; granotu`rco ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αραβοσιτάλευρο αραβούργημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---