Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραιωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αραιώνω]
2 dirada`to
3 rarefa`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αραίωμα αραιώνομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο αραιωμένος καφές = caffè [αρσ.] lungo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---