Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαραλίκι
ουσιαστικό ουδέτερο ((popolare)) o`zio ~m~; il dolce far nie`nte; lo stare a pa`ncia all'a`ria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |