Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αραιοκατοικημένος  
επίθετο

poco popola`to; con pochi abita`nti

αραιοκατωκημένος
επίθετο

variante di [αραιοκατοικημένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αραιά αραιοκατοίκηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---