Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαράζω
ρήμα μεταβατικό marineria attracca`re; ormeggia`re αράζω ρήμα αμετάβατο 1 marineria getta`re l'a`ncora 2 ((figurato)) getta`re l'a`ncora; me`ttere radi`ci; stabili`rsi βγήκε στη σύνταξη και πήγε ν' αράξει στο χωριό του==quando andò in pensione, si ritirò nel suo villaggio 3 ((figurato)) riposa`rsi; fare vita co`moda δούλεψε σκληρά πολλά χρόνια, και τώρα την έχει αράξει==ha lavorato sodo per tanti anni, e ora fa una vita comoda | την αράζω κάπου ==stendersi, mettersi comodo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |