Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αράδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 persone fila ~f~ μπείτε στην αράδα==mettetevi in fila!
2 alberi fila`re ~m~ μια αράδα λεμονιές==una fila / un filare di alberi di limone
3 riga ~f~ δε θυμάμαι τι λέει η πρώτη αράδα==non ricordo che cosa dice il primo verso | γράψε μου δυο αράδες, να μάθω νέα σου==scrivimi due righe per darmi tue notizie
4 turno ~m~ ήρθε η αράδα σου==è venuto il tuo turno

αράδα  
επίρρημα

in fila; di fila; di se`guito τρεις μέρες στην αράδα==tre giorni di fila | έβγαιναν στην αράδα==uscivano in fila

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αραγωνία αραδιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---