Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόσπασμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 brano ~m~; passo ~m~; estra`tto ~m~ ο ιερέας διάβασε μερικά αποσπάσματα του Ευαγγελίου==il sacerdote lesse alcuni passi del Vangelo | απόσπασμα από όπερα==brano di un'opera lirica 2 framme`nto ~m~ αποσπάσματα Ελλήνων λυρικών==frammenti di lirici greci 3 militare distaccame`nto ~m~; repa`rto ~m~ εκτελεστικό απόσπασμα==plotone d'esecuzione | στρατιωτικό απόσπασμα==reparto militare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |