Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσοβώ  
ρήμα μεταβατικό

storna`re; scongiura`re αποσοβώ μια καταστροφή==scongiurare una catastrofe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσόβησις αποσούρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---