Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόσπαση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lo stacca`re; lo strappa`re; dista`cco ~m~; abla`zione ~f~ έκανε αίτηση για απόσπαση σε άλλο σχολείο==ha chiesto di essere distaccato presso un'altra scuola
2 coma`ndo ~m~; dista`cco ~m~; trasferime`nto ~m~ tempora`neo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσούρνω αποσπάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---