Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσόβηση  
ουσιαστικό θηλυκό

lo storna`re; lo scongiura`re; l'allontana`re αποσόβηση κινδύνου==lo scongiurare un pericolo

αποσόβησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποσόβηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσμητικός αποσοβώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---