Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποριγμένος
επίθετο participio passato del verbo [απορίχνω] αποριμένος επίθετο variante di [αποριγμένος] αποριχμένος επίθετο variante di [αποριγμένος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |