Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποριγμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [απορίχνω]

αποριμένος
επίθετο

variante di [αποριγμένος]

αποριχμένος
επίθετο

variante di [αποριγμένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απορία{2} άπορος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---