Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απορρέω  
ρήμα αμετάβατο

scaturi`re; na`scere; deriva`re; proveni`re κάποτε πίστευαν πως η εξουσία των απόλυτων μοναρχών απορρέει εκ Θεού==un tempo si riteneva che il potere dei sovrani assoluti derivasse da Dio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόρρευση απορρέων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---