Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόρριμμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

rifiu`to ~m~; spazzatu`ra ~f~

απορρίμματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

immondizia ~f~; rifiu`ti ~mp~ so`lidi; spazzatu`ra ~f~ η αποκομιδή των απορριμάτων==la rimozione dei rifiuti solidi | κάδος απορριμάτων==cassonetto, bidone della spazzatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόρρητος απορριμματοδοχείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---