Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπορρόφηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 assorbime`nto ~m~ 2 ((figurato)) l'e`ssere ~m~ asso`rto ήταν τέτοια η απορρόφησή του στην ταινία, ώστε…==il film l'aveva talmente assorbito che… permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |